Βιβλιοθήκες γεμάτες βοηθήματα, σημειώσεις που γεμίζουν τις σελίδες των φρεσκοαγορασμένων μου τετραδίων, μπλε στυλό που φτάνουν για να γραφτεί η ιστορία ολόκληρης της ανθρωπότητας, κι όμως εγώ δεν μπήκα στη σχολή που τόσο ονειρευόμουν. Ώρες και ώρες φροντιστηρίων, τεστάκια, προσομοιώσεις, εργασίες και πάλι δεν ήταν αρκετά για να με βάλουν στο Πανεπιστήμιο που ήθελα. Αμέτρητα ξενύχτια πάνω από τα βιβλία μου, όλα τα: «δεν θα μπορέσω να έρθω σήμερα» που είπα στους φίλους μου, ακόμα και αυτές οι φορές που προτίμησα έναν σκέτο φρέντο εσπρέσσο αντί για ένα γεύμα, δεν έφτασαν για να πετύχω τον στόχο μου. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τα μηνύματα φτάνουν βροχή: «Μπράβο καρδούλα μου! Πολύ αξιόλογη η σχολή σου!». Τι να την κάνω την «αξιόλογη» σχολή αν δεν είναι αυτό που θέλω; Οι καθηγητές μου, μου τηλεφωνούν, με συγχαίρουν και μου εύχονται καλή αρχή όσο εγώ σκέφτομαι: τι μπορεί να έκανα τόσο λάθος αυτή τη χρονιά, ώστε να αποτύχω. Κοιτάζω τη μαμά που μου χαμογελάει πλατιά και με χαϊδεύει παρηγορητικά στην πλάτη και όμως ξέρω πως βάζει τα δυνατά της να κρύψει την απογοήτευσή της. Ο μπαμπάς έχει πάει στο ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς, γιατί θέλει λέει να πάρει ένα γλυκό για να γιορτάσουμε την τάχα τόσο μεγάλη επιτυχία μου. «Τι δεν κατάλαβα;» με κοιτάει σαστισμένος, όσο του εξηγώ ότι οι χαρές είναι τελείως περιττές, «θέλει κότσια να δώσεις αυτές τις εξετάσεις και εσύ τα είχες. Δεν φοβήθηκες να αποτύχεις…». Στο μυαλό μου τον διορθώνω: δεν περίμενα να αποτύχω μπαμπά και να που απέτυχα. Και παρ’ όλα αυτά κάτι μέσα μου δεν με αφήνει να τα παρατήσω. Αρνούμαι να δώσω σε αυτές τις 12 ώρες της εξέτασης τη δύναμη να καθορίσουν τη διάθεση και –πόσο μάλλον- τη ζωή μου. Οι Πανελλήνιες δεν ήταν παρά ένα εισιτήριο για το τρένο του Πανεπιστημίου και αφού δεν ανέβηκα σε αυτό, θα ανέβω στο επόμενο…
previous post