Το παρακάτω αποτελεί απόσπασμα από το διήγημα του Πέτρου Αρκουδέα: “Κοσμοσυλλέκτης”
Οι δύο φίλοι παίρνουν τον δρόμο σπίτι. Περνούν από το λύκειο όπου ο Κοσμάς προσπαθεί να εντοπίσει το παράθυρο της τάξης του.
– Δε πρόλαβα να εμβαθύνω προηγουμένως, άλλα το πανωφόρι αρχίζει να γεμίζει.
– Αυτό δεν θέλεις; τον ρώτησε ο Βαγγέλης.
– Ίσως, η γνώση όμως ότι μένει λίγος χώρος με ανησυχεί. Μπορεί να ακούγεται χαζό αλλά το άγχος ότι κάποτε δε θα μπορώ πια να συλλέγω με άνεση καταπλακώνει, κι ‘ας έχω ακόμα καιρό.
– Προσπάθησε να μη το σκέφτεσαι.
– Προσπαθώ αλλά έτσι νιώθω πως το αμελώ. Η αλλαγή είναι κάτι που φοβίζει. Δε λέω πως είμαι παγανιστής, ίσα-ίσα μου αρέσει το περίεργο. Έχεις σκεφτεί όμως τη μία μέρα να κάνεις κάτι και την άλλη όχι; Θέλω να χαίρομαι να συλλέγω άλλα γνωρίζω πως μία μέρα αυτό θα παύσει να ισχύει. Μπορεί να χάσω το πανωφόρι, μπορεί να μου κλαπούν τα αντικείμενα, μπορεί ακόμα χειρότερα απλά να βαρεθώ. Ίσως να πρέπει να μην αφοσιώνομαι πολύ στη συλλογή διότι όση περισσότερη χαρά νιώσω τώρα, τόσο περισσότερο θα στενοχωρηθώ όταν η ώρα έρθει.
Η σιωπή που ακολούθησε φάνταζε αιώνια, δύσπεπτη και για τους δυό τους.
– Εγώ πιστεύω πως δε πρέπει να σκέφτεσαι έτσι. Δε προνοείς για ένα απερχόμενο γεγονός, μόνο βασανίζεις τον εαυτό σου πέρα από κάτι απροσδιόριστο. «Μην ανησυχήσεις για κάτι προτού έρθει η ώρα που θα πρέπει να ανησυχήσεις».
– Εσύ το σκέφτηκες αυτό; ρώτησε περίεργος ο Κοσμάς.
– Όχι. Είναι, αν δεν απατώμαι, το τελικό μήνυμα απ’ το προτελευταίο βιβλίο του Χάρρι Πότερ.
– Που να πάρει και νόμιζα πως ήσουνα φιλόσοφος.
– Δεν είμαι;
– Χε χε, φυσικά και είσαι. Άντε τα λέμε.
– Αντίο.
Ο Βαγγέλης έμεινε στη στάση κι ο Κοσμάς συνέχισε το μονοπάτι του.