Περπατούσε μόνη, ολομόναχη, στο σκοτεινό απόμερο στενό. Το είχε επιλέξει συνειδητά για να κόψει λίγο δρόμο, άλλωστε δεν τη φόβιζε καθόλου πια. Τα σκούρα μαλλιά της, ταλαιπωρημένα από τις πολλές βαφές, ήταν πιασμένα σε μια ψηλή κοτσίδα, αφού ο Αύγουστος είχε απλώσει την ανυπόφορη ζέστη του, στο κέντρο της πόλης. Στη θέση της θα περπάταγα πιο γρήγορα, σχεδόν θα έτρεχα για να διασχίσω αυτό το δρομάκι και να φτάσω γρήγορα ξανά στην συντροφιά της πόλης. Στη θέση της θα έβγαζα τα ακουστικά για να αφουγκράζομαι προσεκτικά κάθε αλλόκοτο ήχο και δεν θα κοιτούσα κάτω αλλά σε κάθε γωνία, κάθε πιθανή κρυψώνα για να είμαι σίγουρη ότι κανείς δεν παραμονεύει. Όμως εκείνη δεν μπορούσε να το κάνει πια. Όχι, μετά από τις αμέτρητες φορές που είχε πληγωθεί. Από τον πατέρα της, τον δάσκαλό της, τους πρώην της, ακόμα και από αγνώστους που έτυχε να προσπεράσει σε πολυσύχναστους δρόμους. Όλες αυτές οι πληγές: τα απρόσμενα αγγίγματα, τα χάδια, τα σκληρά, υποτιμητικά λόγια, τα έντονα βλέμματα, την είχαν κάνει να μη τρομάζει πια. Ήξερε, ίσως, ότι όσο και να κοιτάζει, όσο και να αφουγκράζεται, όπως έκανε πριν, δεν θα άλλαζε κάτι, γιατί εκείνες οι πληγές θα τη σημάδευαν για πάντα και δύσκολα θα μπορούσαν να κλείσουν…
Από την Κ, 16 ετών