Η κοπέλα που μένει στο 203, δεν είναι πια κοπέλα. Αυτή δεν το έχει καταλάβει ακόμα, οι μέρες ξεγλιστράνε από τα χέρια της, την ξεγελάνε. Ο χρόνος τη φιλάει τρυφερά, αφήνοντας πάνω της τα σημάδια του. Το βλέμμα της έχει γίνει θολό και οι ρυτίδες του προσώπου της, πιο έντονες. Έχει το διαμέρισμα στην οδό Αθηνάς από τότε που πέρασε στο Πολυτεχνείο. Χαρούμενη που ήτανε τότε. Αθήνα, σε μια από τις καλύτερες σχολές, όλες οι πόρτες φαίνονταν ανοιχτές εκείνον τον καιρό. Τα όνειρα και οι προσδοκίες ξεχείλιζαν το μυαλό της. Ξεκουμπώνει αργά το φερμουάρ της πένσιλ φούστας της. Πετάει άτσαλα το άσπρο, ζαρωμένο πουκάμισο και λύνει τον σφιχτό κότσο. Ανοίγει τις βαριές κουρτίνες και το δωμάτιο μεμιάς αλλάζει όψη. Το χέρι της έχει μάθει την διαδρομή πια και χωρίς δεύτερη σκέψη, ανοίγει το συρταράκι δίπλα στο φωτιστικό, αποφεύγει επιδέξια την αντζέντα που μοιάζει να είναι σε εκείνη τη θέση χρόνια, το κουτάκι με τα σπίρτα, την σκονισμένη τράπουλα και τελικά ακουμπάει τη γνώριμη ύφη του πακέτου. Το ανοίγει με βιαστικές κινήσεις και βγάζει δυο τσιγάρα μάλμπορο λαιτ. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα βρίσκει τον εαυτό της στο πίσω μπαλκονάκι που βλέπει στον εσωτερικό κήπο της πολυκατοικίας. Ήταν τέτοιες στιγμές -μικρές απολαύσεις, που την έκαναν πια να χαμογελάει.
Κείμενο: Α. 18 ετών
Φωτογραφία εξωφύλλου: Μ. 18 ετών